κρύσταλλον

κρύσταλλον
κρύσταλλος
ice
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλίδα — κρυσταλλίδα, ἡ (Μ) 1. κρύσταλλο 2. δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + κατάλ. ίδα (πρβλ. κοπ ίδα, νησ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλοφανής — ές (Α κρυσταλλοφανής, ές) αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ κρυστάλλινα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. αληθο φανής,… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλόσαρκος — κρυσταλλόσαρκος, η, ον (Μ) αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλόστερνος — κρυσταλλόστερνος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει στήθη σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. κρύσταλλον + στέρνον] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλόχροιος — κρυσταλλόχροιος, ον (Μ) αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη δροσιά τού κρυστάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] …   Dictionary of Greek

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”